- γλυπτός
- -ή, -ό (AM γλυπτός, -ή, -όν) [γλύφω]1. σκαλισμένος με σμίλη, λαξευτός2. το ουδ. ως ουσ. έργο γλυπτικήςμσν.τορνευτός, καλοφτιαγμένοςαρχ.(το ουδ. πληθ. ως ουσ.) τά γλυπτάτα λατομεία.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
γλυπτός — fit for carving masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
γλυπτός, -ή — ό 1. ο σκαλισμένος, ο λαξευμένος: Γλυπτός διάκοσμος. 2. το ουδ. ως ουσ., γλυπτό έργο γλυπτικής: Τα γλυπτά του Παρθενώνα … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
γλυπτά — γλυπτός fit for carving neut nom/voc/acc pl γλυπτά̱ , γλυπτός fit for carving fem nom/voc/acc dual γλυπτά̱ , γλυπτός fit for carving fem nom/voc sg (doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
γλυπτόν — γλυπτός fit for carving masc acc sg γλυπτός fit for carving neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
γλυπτοῖς — γλυπτός fit for carving masc/neut dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
γλυπτοῖσι — γλυπτός fit for carving masc/neut dat pl (epic ionic aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
γλυπτοί — γλυπτός fit for carving masc nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
γλυπτοῦ — γλυπτός fit for carving masc/neut gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
γλυπτούς — γλυπτός fit for carving masc acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
γλυπτῆς — γλυπτός fit for carving fem gen sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)